- Ἄμαθα
- Ἀμάθηςmasc voc sgἈμάθηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αμαθά — Αρχαία πόλη της Παλαιστίνης στα ανατολικά του Ιορδάνη. Λεγόταν και Αμαθούς. Την κατέστρεψε ο Ιουδαίος ηγεμόνας Αλέξανδρος Ιανναίος, ανοικοδομήθηκε όμως από τον Ρωμαίο Γαβίνιο, που την κατέστησε έδρα μιας από τις πέντε περιφέρειες στις οποίες… … Dictionary of Greek